- κνηστικός
- κνησ-τικός, ή, όν,A irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνηστικός — ή, ό (Α κνηστικός, ή, όν) [κνηστός] αυτός που προκαλεί ερεθισμό. επίρρ... κνηστικῶς (Α) με ερεθιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κνηστικοῖς — κνηστικός irritating masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστικῶς — κνηστικός irritating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)